- παιδοτρόφος
- παιδοτρόφοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιδοτρόφος — ο (Α παιδοτρόφος, ον) αυτός που διατρέφει και ανατρέφει παιδιά αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοτρόφος α) η μητέρα β) προσωνυμία τής Αρτέμιδος στην Κορώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + τρόφος (< τρέφω)] … Dictionary of Greek
παιδοτρόφοις — παιδότροφος nourishing young life masc/fem/neut dat pl παιδοτρόφος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοτρόφον — παιδοτρόφος masc/fem acc sg παιδοτρόφος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοτρόφου — παιδότροφος nourishing young life masc/fem/neut gen sg παιδοτρόφος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοτρόφους — παιδότροφος nourishing young life masc/fem acc pl παιδοτρόφος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοτρόφοι — παιδοτρόφος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CETE — Hebraeis iisdem nominibus appellantur, quibus draco, nempe thannin et leviathan: an ob formae similitudinem, an ratione molis et quia Cetus in aquatilibus tantum praestat, Ο῞ςςον αριςτεύουςιν εν ἐρπεςτῆρςι δράκοντες, Quantum in reptilibus… … Hofmann J. Lexicon universale
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
παιδοτροφία — η (ΑΜ παιδοτροφία) [παιδοτρόφος] 1. η διατροφή τών παιδιών 2. ανατροφή τών παιδιών … Dictionary of Greek
παιδοτρόφιον — παιδοτρόφιον, τὸ (Α) [παιδοτρόφος] το θήλαστρο … Dictionary of Greek